θυσανόπτερα

θυσανόπτερα
(thysanopterα). Έντομα με μέγεθος που δεν ξεπερνά το 1 χιλιοστό. Τα έντομα αυτά έχουν μυζητικό στόμα, πολύ στενά φτερά και ατελείς μεταμορφώσεις. Ζουν στα φύλλα των φυτών τα οποία απομυζούν. Πολλά από αυτά είναι παράσιτα φυτών, και γι’ αυτό θεωρούνται βλαβερά για τις καλλιέργειες. Τα θ. χωρίζονται σε δύο μεγάλες ομάδες, γνωστές με τις επιστημονικές ονομασίες ωοαποθετηροφόραδιατρητικά και σωληνοφόρα.
* * *
τα
εντομολ. τάξη ορθόπτερων εντόμων που ανήκει στην υπέρταξη θυσανοπτεροειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thysanoptera < thysano- (πρβλ. θύσανος) + -ptera (πρβλ. -πτερος < πτερόν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… …   Dictionary of Greek

  • φυσόποδα — τα, Ν ζωολ. παλαιότερη ονομασία τής τάξης εντόμων θυσανόπτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. physopoda] …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”